- διζυγής
- διζυγήςcontaining two bonesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διζυγέων — διζυγής containing two bones masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίζυξ — δίζυξ, ο, η και διζυγής, ές (Α) 1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον 2. διπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ζυξ < (θ.) ζυγ τού εζύγην, παθητικός αόρ. β του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)] … Dictionary of Greek